- μεγαλοδόξως
- μεγαλόδοξοςvery gloriousadverbialμεγαλόδοξοςvery gloriousmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλόδοξος — η, ο (ΑM μεγαλόδοξος, ον) 1. πολύ ένδοξος 2. αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. επίρρ... μεγαλοδόξως (Α) με μεγάλη δόξα, πολύ ένδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιό δοξος] … Dictionary of Greek